Η ωραία Γενοβέφα
από τον Τσαλαπετεινό
Πρώτη μέρα του Μάρτη με πολύ χιόνι, είχαμε όλοι ανεξαιρέτως στα χέρια βραχιολάκια απο στριμμένες άσπρες και κόκκινες κλωστές και τα “φτου το μάρτη σου” έδιναν κι έπαιρναν, μέχρι τη στιγμή που εκείνη μπήκε καθυστερημένη στην τάξη. Αυτό που προσέξαμε μόλις έβγαλε τον σκούφο της, ήταν ότι για πρώτη φορά είχε τα μαλλιά της λυτά κι ήταν πιο μακριά από όσο φανταζόμασταν: έφταναν μέχρι τη μέση της σε σκάλες κυματιστά.
Ήταν πιο όμορφη από όλες. Λεπτή, ψηλή, με κατάλευκο δέρμα. Μάτια...κάτι σαν γκρι που άλλαζε με το φως και χανόσουν μέσα του στην προσπάθεια να προσδιορίσεις το χρώμα. Και μακριά μαλλιά, ανοιχτά καστανά σχεδόν ξανθά, πάντα πλεγμένα σε κοτσίδες.
Δεν είχαμε συνέλθει από το χείμαρο των μαλλιών, όταν έβγαλε το παλτό της και είδαμε τα χέρια της- καρποί αλλά και δάχτυλα-γεμάτα μάρτηδες. Στο λαιμό της κρεμασμένοι άλλοι τόσοι σε διαφορετικά μήκη, ακόμα πιο εντυπωσιακοί από αυτούς των χεριών γιατί είχαν κρεμασμένες δεκάρες. Έτσι καταστόλιστη πήγε και κάθισε στη θέση της στο τελευταίο θρανίο, σοβαρή όπως πάντα. Όλη μέρα την κοιτούσαμε, κλεφτά στο μάθημα και φανερά στα διαλείμματα. Ζηλεύαμε την υπερβολή στους μάρτηδες και νοιώθαμε ότι εμείς έχοντας μόνο στους καρπούς μας, κάναμε λάθος στη δοσολογία της παράδοσης και σίγουρα ο ήλιος θα μας έκαιγε όλους πριν καν έρθει το καλοκαίρι ενώ εκείνη θα γλίτωνε και θα παρέμενε λευκή σαν άγγελος με τα μακριά κυματιστά της μαλλιά.
Το μεσημέρι όλοι επιστρέφοντας στα σπίτια μέσα στα χιόνια που στοιβαγμένα στην άκρη του δρόμου συναγωνιζόταν το μπόι μας, ζητήσαμε από τους γονείς να μας δώσουν τουλάχιστον μια από τις φυλαγμένες, πεντάρες, δεκάρες, εικοσάρες, ό,τι είχαν τέλος πάντων. Αυτά τα περίεργα, λεπτά, νομίσματα που είχαν ήδη από χρόνια σταματήσει να κυκλοφορούν αφού τίποτα- ούτε καν μια τσίχλα- δεν μπορούσες να αγοράσεις με αυτά, μας φαινόταν το ίδιο πολύτιμα με τα επίσης αποσυρμένα ασημένια εικοσάρικα. Ίσως αυτή η τρύπα στη μέση να τα έκανε αυτομάτως ξεχωριστά.
Την επόμενη μέρα, όλα ήμασταν με μάρτηδες και στο λαιμό στολισμένους με δεκάρες -“μενταγιόν” όπως τα ονομάσαμε- και σιγά σιγά τις μέρες που ακολούθησαν, η μόδα από την πρώτη πέρασε στις άλλες τάξεις και κατέλαβε όλο το δημοτικό. Δέκα χρόνια αργότερα, στο Λύκειο, όταν πια οι περισσότεροι ντρεπόμασταν πλέον να κυκλοφορούμε με μάρτη, πρόσεξα ότι εκείνη είχε πάλι κρεμάσει “μενταγιόν” αλλά το είχε κρυμμένο μέσα στο πουλόβερ. “Μόνο ένα;” την πείραξα, θυμίζοντάς της τον στολισμό στην πρώτη δημοτικού. Γέλασε και μου είπε: “Μα δεν ξέρεις τί έγινε τότε...”
Είχε πιάσει από το προηγούμενο βράδυ η μητέρα της να ετοιμάζει μάρτηδες στρίβοντας επιδέξια τις κλωστές, πρώτα για τα δύο μικρότερα αδέλφια της. Όταν όμως έφτασε η σειρά της, ξαφνικά σταμάτησε, τής έδωσε τις κλωστές, τής είπε απότομα: “Είδες πώς γίνεται; Συνέχισε μόνη σου” κι έφυγε βιαστικά κλείνοντας την πόρτα. Στην αρχή παιδεύτηκε πολύ αλλά στη συνέχεια τα κατάφερε. Κόντευε να τελειώσει- ήταν έτοιμη να κάνει τον κόμπο κρατώντας τη μία άκρη με το στόμα- όταν άκουσε φωνές, βήματα που πηγαινοερχόταν σε όλο το σπίτι κι ύστερα τη μάνα της να βογκάει στο διπλανό δωμάτιο.
Τρόμαξε τόσο που δεν τόλμησε να βγει, για να δει τι συμβαίνει. Τα βογκητά όσο πήγαιναν και δυνάμωναν μαζί με τις φωνές. Τα βήματα έγιναν πιο βιαστικά. Χωρίς να το καταλάβει, άρχισε να στρίβει κι άλλον ένα μάρτη για το άλλο χέρι. Ύστερα έβαλε μπρος για έναν ακόμα, για το ένα δάχτυλο, ένα ακόμα για τ` άλλο. Όταν άκουσε τη μάνα της να ουρλιάζει, έπιασε τρέμοντας από το φόβο να στρίβει μάρτηδες και για το λαιμό. Τους στόλισε με δεκάρες που ήξερε ότι είχαν φυλαγμένες σε ένα μεταλλικό κουτί από μπισκότα.Έτσι πέρασε όλη τη νύχτα άγρυπνη, δίπλα στα αδέλφια της που κοιμόταν του καλού καιρού και δεν είχαν πάρει είδηση τίποτα, στρίβοντας άσπρες και κόκκινες κλωστές μέχρι που ξημέρωσε. Σταμάτησε μόνο όταν από το διπλανό δωμάτιο ακούστηκαν κλάματα μωρού.
-”Μα καλά, γέννησε στο σπίτι;” τη ρώτησα έκπληκτος.
-“Ναι. Τα τρία πρώτα μας γέννησε σε κλινική, τόσο εύκολα που αποφάσισε ότι το τέταρτο θα το έκανε στο σπίτι.” Κι ενώ ακόμα μου φαινόταν απίστευτο να γεννιέται ένα μωρό στο σπίτι, θυμήθηκα μια λεπτομέρεια.
-“Τα μαλλιά σου γιατί ήταν λυτά εκείνη τη μέρα;”
-“Το πρωί μας ξύπνησε ο πατέρας μου και μας πήγε να δούμε τη μητέρα και το καινούριο μας μωρό. Σταθήκαμε στη πόρτα. Κοιμόταν κι οι δύο δίπλα - δίπλα στο μεγάλο κρεβάτι. Ύστερα ετοίμασε εμένα για το σχολείο. Με χτένισε, δοκίμασε να μου πλέξει τα μαλλιά αλλά όσο και να προσπαθούσε δεν τα κατάφερνε. Στο τέλος επειδή είχε περάσει η ώρα και θα αργούσα μου είπε:Δεν πειράζει! Σήμερα θα πας στο σχολείο με τα μαλλιά σου λυτά και θα είσαι όπως η συνονώματή σου, η ωραία Γενοβέφα.”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου