Οι λεοπαρδάλεις
Τρυπώσαμε όλοι στα σπίτια μας έντρομοι όταν φάνηκαν οι λεοπαρδάλεις στην πόλη.
Αγριεμένες, διψασμένες για αίμα, κοιτάζανε με μάτι θολό τις κατάκλειστες πόρτες - μη ξεμυτίσει κανένας, να τον ξεσκίσουν.
Σιγά-σιγά όμως, θέλεις το κρέας – που κρεμότανε άφθονο στα τσιγκέλια των παρατημένων κρεοπωλείων και καταπράυνε την αρχαία, την αχόρταγη πείνα τους – θέλεις οι ωραίες λιακάδες της πόλης μας – που τις χαιρόντουσαν, χουζουρεύοντας, ξάπλα στη μέση των έρημων δρόμων –, οι λεοπαρδάλεις αρχίσανε, όσο νάναι, να ημερεύουν.
Ξεθαρρέψανε κάνας-δυο, τις πλησιάσανε, τις ταΐσανε με λιχουδιές, που φυλάγαν, για τέτοιες ώρες ανάγκης, στο σπίτι.
Οι λεοπαρδάλεις τις φάγανε - γλείψαν και το μουσούδι τους, τεντωθήκανε.
«Φανερό», είπε κάποιος, «δεν θα φάνε κ’ εμάς, άμα ξέρουν πως θα τους ρίχνουμε λιχουδιές.»
Έτσι, σε λίγο καιρό, ξεθαρρέψαμε όλοι• ανοίξαμε πόρτες και παράθυρα διάπλατα, κυκλοφορούσαμε στους δρόμους και στις πλατείες, άνθρωποι και λεοπαρδάλεις ανάκατα.
Απ’ το τομάρι πια μόνο μας ξεχώριζες.
Βέβαια, παραμερίζαμε με σέβας στο διάβα τους, τους προσφέραμε τα καλύτερα κρέατα, τις εκλεκτότερες ποικιλίες αλλαντικών, δηλώναμε, φωναχτά, ο ένας στον άλλο, πως ωραιότερα ζώα από αυτά, που η παρουσία τους τιμούσε την πόλη μας, δεν είχαμε ξαναδή στη ζωή μας!.
ΦΑΙΔΡΟΣ ΜΠΑΡΛΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου